- επιλοχίας
- ο [λοχίας]βαθμός υπαξιωματικού τού στρατού μεταξύ λοχία και ανθυπασπιστή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
επιλοχίας — ο βαθμός υπαξιωματικού του στρατού ξηράς, ανώτερος από το βαθμό του λοχία και κατώτερος από του αρχιλοχία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
NATO-Rangcode — Der NATO Rangcode, der im Standardization Agreement 2116 (STANAG) definiert ist, dient der Vergleichbarkeit der Dienstgrade der verschiedenen Streitkräfte der 28 Mitgliedsstaaten der NATO. Er besteht aus einer Buchstaben Ziffern Kombination … Deutsch Wikipedia
Operation Albumen — was the name given to British Commando raids in June 1942, on German airfields in the Axis occupied Greek island of Crete, to prevent them from being used for supporting the Afrika Korps in the Western Desert Campaign in World War II. These… … Wikipedia
μητέρα — και μήτηρ, η (ΑΜ μήτηρ, Α δωρ. τ. μάτηρ Μ και μητρί) 1. γυναίκα που έχει γεννήσει παιδί, μάννα 2. θηλυκό ζώο που έχει γεννήσει 3. πρώτη αρχή, αφορμή, αιτία («ἀργία μήτηρ πάσης κακίας», γνωμ.) 4. επίθετο τής Γης ως μητέρας όλων τών εμψύχων και… … Dictionary of Greek
μπαστσαούσης — ο επιλοχίας τού τουρκικού στρατού. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. bascčavus με α συνθετικό bas «κεφαλή, αρχηγός»] … Dictionary of Greek
τσαούσμπασης — ο, Ν 1. (στους Τούρκους) επιλοχίας 2. (παλαιότερα) αυλικός αξιωματούχος, ανάλογος προς τον τελετάρχη, ο οποίος αναλάμβανε έκτακτες αποστολές προς ξένους ηγεμόνες. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. τουρκ. προέλευσης] … Dictionary of Greek
Αγέλαστος, Σταμάτιος — Αγωνιστής του 1821, ο οποίος καταγόταν από τη Χίο. Υπηρέτησε ως γραμματέας, φροντιστής και επιλοχίας στο στρατιωτικό σώμα του Ιωάννη Περγάμαλη και του Φαβιέρου … Dictionary of Greek
Πετρίτσης, Αντώνιος — (Σύρος 1832 – Αθήνα 1910). Πατριώτης και αγωνιστής. Κατατάχθηκε ως εθελοντής στο στρατό και το 1866 ως επιλοχίας, μόλις άρχισε η επανάσταση στην Κρήτη, πήγε και πολέμησε στο νησί, επικεφαλής σώματος εθελοντών, έως τον Ιανουάριο του 1869. Πήρε… … Dictionary of Greek
Στίτσελμπέργερ — (Stitzelberger). Γερμανός φιλέλληνας. Ήρθε στην Ελλάδα όταν άρχισε η Επανάσταση και κατατάχτηκε στο πυροβολικό ως επιλοχίας. Πολέμησε στο Μεσολόγγι κατά τη δεύτερη πολιορκία του και έπεσε ηρωικά κατά την Έξοδο (10 Απριλίου 1826) … Dictionary of Greek